Oι στόχοι των εντολέων μας
είναι οι προκλήσεις μας

Απαράδεκτες και άκυρες ηλεκτρονικές καταγγελίες ασφαλιστικών συμβολαίων

Άρθρο του Δημήτρη Σπυράκου στο NextDeal https://www.nextdeal.gr/asfalistikes-eidiseis/idiotiki-asfalisi/138093/dimitris-spyrakos-aparadektes-kai-akyres-ilektronikes

Το τελευταίο χρονικό διάστημα πληθαίνουν οι περιπτώσεις καταγγελιών ασφαλιστικών συμβάσεων λόγω καθυστέρησης καταβολής του ασφαλίστρου που πραγματοποιούνται με την αποστολή μηνυμάτων στην ηλεκτρονική διεύθυνση του λήπτη της ασφάλισης. Οι ασφαλισμένοι αιφνιδιάζονται καθώς είτε δεν έχουν λάβει την ηλεκτρονική αποστολή της καταγγελίας είτε αυτή έχει διαφύγει της προσοχής τους. Οι καταγγελίες αφορούν κατά τα φαινόμενα μακροχρόνιες ασφαλιστικές συμβάσεις που εμπεριέχουν νοσοκομειακές καλύψεις, τις οποίες, αν τις χάσουν, συχνά είναι αδύνατον να τις αντικαταστήσουν με αντίστοιχους όρους.

Οι καταγγελίες που γίνονται με αυτόν τον τρόπο δεν είναι νόμιμες και δεν παράγουν τα αποτελέσματά τους. Πρώτα από όλα γιατί στηρίζονται σε μία αδιαφανή βάση. Με το άρθρο 268 ν. 4738/2020 εισήχθη μία αμφιλεγόμενη διάταξη, στο μέρος του ν. 2251/1994 για τους καταχρηστικούς όρους, σύμφωνα με την οποία οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να αποστέλλουν, αν το έχει ζητήσει ο ασφαλισμένος, ενημερώσεις ή «απευθυντέες δηλώσεις» με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην ηλεκτρονική διεύθυνση την οποία αυτός έχει δηλώσει. Έτσι, εταιρείες αποσπούν τη δήλωση του ασφαλισμένου για την αποστολή τέτοιων δηλώσεων, προβάλλοντας συχνά το οικολογικό πλεονέκτημα της ηλεκτρονικής αποστολής ή υποσχόμενες ακόμη και δώρα, αποσιωπώντας, ωστόσο, την αποδυνάμωση της θέσης του καταναλωτή που μπορεί να εμπεριέχει η εν λόγω επιδίωξη.

Όπως είναι γνωστό, με βάση το άρθρο 6 παρ. 2 ν. 2496/1997, η καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης, λόγω καθυστέρησης στην καταβολή του ασφαλίστρου, απαιτεί την αποστολή συστημένης επιστολής ή εξώδικης δήλωσης, με την οποία τίθεται προθεσμία 30 ημερών για την καταβολή του. Δεν αρκεί, μάλιστα, η αποστολή του συστημένου αλλά απαιτείται οπωσδήποτε και η παραλαβή του. Η δήλωση καταγγελίας έχει κατά τη νομολογία «ληψιδεή» χαρακτήρα, απαιτείται δηλαδή να παραληφθεί από τον ασφαλισμένο. Γι’ αυτό θα πρέπει να παραδίδεται και σε έγγραφο. Καθώς δε ο ν. 2496/1997 απαγορεύει ακόμη και με συμφωνία των συμβαλλομένων τον περιορισμό των δικαιωμάτων του λήπτη της ασφάλισης που κατοχυρώνονται σε αυτόν, δεν δικαιολογείται με βάση τη γενική διάταξη ενός άλλου νομοθετήματος, δίχως μάλιστα να αναφέρεται ρητά στη δυνατότητα καταγγελίας, να αλλάζει το καθεστώς του ν. 2496/1997.

Είναι σαφές, εξάλλου, ότι ο καταναλωτής δεν έχει κανένα απολύτως λόγο ή κίνητρο να παραιτηθεί από την αυξημένη προστασία και να αιτηθεί ο ίδιος τυχόν καταγγελία να μην του γίνεται με τον ασφαλή τρόπο της επίδοσης εγγράφου. Η ηλεκτρονική διεύθυνση δεν εξισώνεται με τη διεύθυνση όπου βρίσκεται η κατοικία του οφειλέτη, καθώς εξυπηρετεί διαφορετικές ανάγκες της καθημερινότητας. Η αποστολή-λήψη ηλεκτρονικών μηνυμάτων, για τους περισσότερους καταναλωτές, λαμβάνει χώρα καθημερινά, σε μη ελεγχόμενη ένταση και δίχως δεσμεύσεις. Αντίθετα, η αποστολή συστημένου είναι κατά κανόνα ένα εξαιρετικό γεγονός που επισύρει και διασφαλίζει την προσοχή για γεγονός που μπορεί να έχει έννομη συνέπεια. Γι’ αυτό και η απόσπαση της δήλωσης συναίνεσης του καταναλωτή, δίχως να αναφέρεται διακεκριμένα η δυνατότητα καταγγελίας, δεν θα μπορούσε να καταλαμβάνει την περίπτωση αυτή. Οι δε πρακτικές, που εταιρείες φέρονται να ακολουθούν με αυτή την επιδίωξη, ελέγχονται ως αθέμιτες.

Ανεξαρτήτως, όμως, και των παραπάνω, για να παράγει αποτελέσματα η δήλωση καταγγελίας θα πρέπει να βεβαιώνεται η παραλαβή της από τον ασφαλισμένο. Στην περίπτωση της αποστολής μηνυμάτων σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις, μολονότι αποστέλλονται, συμβαίνει συχνά να μην παραλαμβάνονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση του κατόχου, είτε γιατί παραδίδονται στην ανεπιθύμητη αλληλογραφία είτε γιατί μπλοκάρονται για οποιοδήποτε λόγο από ενδιάμεσους. Σημασία, εξάλλου, έχει για την παραλαβή τους να ανοίξει το σχετικό μήνυμα ο κάτοχος της ηλεκτρονικής διεύθυνσης, ο οποίος για διάφορους λόγους ενδέχεται να μην λάβει γνώση αυτού.

Επομένως, η αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου λογίζεται ως ασύγχρονη επικοινωνία, όπου ουδόλως είναι βέβαιο ότι το μήνυμα που αποστέλλει ο αποστολέας παραλαμβάνεται από τον παραλήπτη. Ηλεκτρονικό μήνυμα, του οποίου η παραλαβή δεν βεβαιώνεται από τον παραλήπτη, δεν μπορεί να παράγει τη σοβαρή συνέπεια της καταγγελίας της σύμβασης. Δεν υπάρχουν περιπτώσεις στη νομοθεσία, όπου η ηλεκτρονική αποστολή μπορεί να παράγει τόσο σοβαρές έννομες συνέπειες σε βάρος του παραλήπτη, δίχως να βεβαιώνεται η παραλαβή της. Γι’ αυτό και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής επεσήμανε ήδη στην από 21.10.2020 έκθεσή της σχετικά με την εισαγωγή του παραπάνω άρθρου ότι μία αντίθετη προσέγγιση θα παραβίαζε τις αρχές της δίκαιης δίκης και, συνεπώς, «θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι (το τεκμήριο γνώσης) ανατρέπεται δια του ισχυρισμού και μόνο του λήπτη της ασφάλισης ότι δεν παρέλαβε το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου».