Η αγορά του ομολόγου εκ μέρους των εναγόντων (των συζύγων και της θυγατέρας τους) έγινε στο πλαίσιο σιωπηρής σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, που καταρτίστηκε προφορικά μεταξύ αυτών και των προστηθέντων υπαλλήλων της τράπεζας. Το προφίλ των εναγόντων ήταν εκείνο του συντηρητικού επενδυτή. Η συγκεκριμένη επένδυση απευθυνόταν σε έμπειρους επενδυτές και ενείχε υψηλού βαθμού κίνδυνο, για τον οποίο θα έπρεπε να ήταν πλήρως ενημερωμένοι. Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στην απόφαση:
«Το συγκεκριμένο ομόλογο ήταν προθεσμιακό μειωμένης εξασφάλισης και εμπεριείχε ειδικούς κινδύνους για τους υποψήφιους επενδυτές, αφού αφενός μεν υπόκειντο σε προαιρετική εξαγορά από την εκδότρια τράπεζα, αφετέρου δε οι τόκοι καθαρίζονταν σε συνάρτηση με το δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor, με αποτέλεσμα να υπάρχει το ενδεχόμενο το ύψος του πληρωτέου κεφαλαίου κατά την εξαγορά να είναι χαμηλότερο από την ονομαστική αξία του ή ακόμη και μηδενικό. Οι υποχρεώσεις της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου έναντι του ομολόγου δεν καλύπτονταν από εμπράγματη εξασφάλιση και κατατάσσονταν σε κατώτερη βαθμίδα προτεραιότητας πληρωμής έναντι των υψηλής διαβάθμισης υποχρεώσεών της… Επειδή το ομόλογο αυτό ενείχε πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο, επιτρεπόταν να πωλείται εντός της Ελληνικής Επικράτειας μόνο σε έμπειρους και θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι είχαν ειδικές γνώσεις και αυξημένη εμπειρία περί τις συναλλαγές με αντικείμενο ομόλογα αυτού του είδους. Το εν λόγω ομόλογο ήταν, με βάση το κριτήριο της διαβάθμισης, «μειωμένης εξασφάλισης», υπό την έννοια ότι οι κάτοχοι του ομολόγου αυτού δεν απολάμβαναν οποιαδήποτε εξασφάλιση του κεφαλαίου τους και η θέση τους σε περίπτωση πτώχευσης της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου και υπαγωγής της σε εκκαθάριση ήταν αντίστοιχη ουσιαστικά εκείνης των απλών ανέγγυων πιστωτών και στο πλαίσιο αυτό το κεφάλαιο της επένδυσής τους και οι τόκοι θα πληρώνονταν μόνο σε περίπτωση που η πιο πάνω εκδότρια τράπεζα ήταν φερέγγυα, διαφορετικά υπήρχε σημαντικός κίνδυνος αυτοί να απωλέσουν εν όλω ή εν μέρει το κεφάλαιο της επένδυσής τους. Στην πραγματικότητα οι κάτοχοί του τύγχαναν ανασφάλιστοι πιστωτές και συνακόλουθα δεν επρόκειτο περί απλού ομολόγου «σταθερού εισοδήματος», όπως οι πιο πάνω προστηθέντες υπάλληλοι της εναγόμενης είχαν διαβεβαιώσει τους ενάγοντες, μέσω του πρώτου εξ αυτών. Με κριτήρια την οικονομική του λειτουργία, το επενδυτικό αυτό προϊόν ενέπιπτε στην έννοια του σύνθετου ομολόγου (Structured Bond), όπως αυτή ορίζεται στην ΠΔΤΕ 2501/2002, εφόσον η απόδοσή του εξαρτιόταν από τη διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor (ΑΠ 1738/2013, ΕπισκΕμπΔ 2013.638, ΕφΑθ 6057/2018, ΤΝΠ Νόμος)… Συνακόλουθα, εφόσον επρόκειτο για σύνθετο ομόλογο, το καθήκον ενημέρωσης των εναγόντων από την εναγόμενη ήταν, σύμφωνα με τις ανωτέρω νομικές σκέψεις, ιδιαίτερα αυξημένο και στο πλαίσιο αυτό είχε υποχρέωση να τους πληροφορήσει λεπτομερώς τόσο για τους όρους που εδίεπαν το εν λόγω προϊόν, όσο και για τους κινδύνους που συνδέονταν με αυτό (ΣΤΕ 134/2018, ΤΝΠ Νόμος), το οποίο όμως ουδόλως έπραξε. Παρότι, σύμφωνα με τους από 24-05-2006 Τελικούς Όρους της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου, το ομόλογο περιγράφεται ως μειωμένης εξασφάλισης, το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί μέρος της ονομασίας του και ρητά αναφέρεται ότι έχει αξιολογηθεί από τον οίκο αξιολόγησης Moody's ως Baa2, στο με αριθμό .. αποδεικτικό δευτερογενούς αγοράς της εναγόμενης, που χορηγήθηκε στους ενάγοντες, αφενός μεν ουδεμία αναφορά γίνεται στο ότι το εν λόγω ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης, αφετέρου δε ως προς την πιστωτική διαβάθμισή του εμφανίζεται ότι ανήκει στην κατηγορία Α».
Παραπληροφόρηση των εναγόντων όμως υπήρξε, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, και κατά το στάδιο της πρότασης ανταλλαγής των ομολόγων με άλλα της ίδιας εκδότριας (24.5.2012) με αποτέλεσμα αυτά να αντικατασταθούν, ήδη με σημαντικές ζημιές, από τα νέα ομόλογα, τα οποία, ωστόσο, λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης που είχε περιέλθει η εκδότρια ήταν ιδιαίτερα επισφαλή και είχαν μάλιστα χειρότερη αξιολόγηση από τους οίκους αξιολόγησης και από αυτή που έφεραν τα αρχικά ομόλογα κατά την αγορά τους, δίχως και πάλι να ενημερωθούν οι ενάγοντες για τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους.
«Η εναγόμενη, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, παραβίασε την υποχρέωση ενημέρωσης και διαφώτισης, καθότι ουδέποτε οι ενάγοντες έλαβαν ακριβή και σαφή πληροφόρηση, προκειμένου να είναι σε θέση να αξιολογήσουν το εν λόγω ομόλογο της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου και να έχουν την ουσιαστική δυνατότητα να κρίνουν εάν θα το επιλέξει ή όχι. Ο …, υπό την πιο πάνω ιδιότητά του, δεν προέβη σε έλεγχο καταλληλότητας της επένδυσης για το πρόσωπο των εναγόντων και δεν τους έδωσε καμία ουσιαστική πληροφόρηση για το ομόλογο της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου, την αγορά του οποίου πρότεινε σε αυτούς».
Η τράπεζα υποχρεώνεται στην αποκατάσταση της ζημίας των επενδυτών ύψους 428.972 ευρώ.