Oι στόχοι των εντολέων μας
είναι οι προκλήσεις μας

Η προστασία του επενδυτή-ασφαλισμένου στις επενδύσεις που πραγματοποιούνται μέσω ασφαλίσεων ζωής . Πριν και μετά το ν. 4583/2018

Η ιδιωτική ασφάλιση έχει επεκτείνει τις τελευταίες  δεκαετίες σταθερά τις προσφερόμενες υπηρεσίες της στο χώρο των επενδυτικών προϊόντων. Βαθμιαία, μάλιστα, οι επενδυτικού χαρακτήρα ασφαλίσεις ζωής, δηλαδή  οι ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις (unit-linked) ή, όπως πλέον αποκαλούνται, επενδύσεις βασισμένες  σε ασφάλιση, καταλαμβάνουν  όλο και μεγαλύτερο όγκο στις ασφαλίσεις ζωής.

Οι επενδύσεις όμως,  στις οποίες τοποθετούνται τα εν λόγω ασφάλιστρα ζωής των ασφαλισμένων,  δεν είναι λιγότερο επικίνδυνες, σύνθετες ή πολύπλοκες,  από  τα επενδυτικά προϊόντα που προωθούν τράπεζες και ΕΠΕΥ. Ωστόσο,  όλες οι  σχετικές με την προστασία των επενδυτών νομοθεσίες που είχαν διαδοχικά εισαχθεί δεν καταλάμβαναν τις επενδύσεις μέσω ασφάλισης.  Έτσι, ο ν. 3606/2007 για την προστασία των επενδυτών, ο οποίος ενσωμάτωνε τη Οδηγία MiFiD, και εδραίωνε τις υποχρεώσεις ενημέρωσης, διαφώτισης και συμβουλευτικής καθοδήγησης των επενδυτών, δεν έβρισκε, ευθέως τουλάχιστον, αντίστοιχη εφαρμογή στην προώθηση επενδύσεων μέσα από ασφαλιστικά προϊόντα. Η δικαιολογία ήταν ότι οι ιδιαίτερες συνθήκες προώθησης και τα σύνθετα χαρακτηριστικά αυτών των ασφαλίσεων επέβαλαν τη ρύθμισή τους σε διακεκριμένο νομοθέτημα.

Η αργοπορημένη ανάληψη της νομοθετικής πρωτοβουλίας επέτρεψε  στην ιδιωτική ασφάλιση να αναπτυχθεί στον εν λόγω τομέα, δίχως τις απαιτήσεις διαφάνειας που ίσχυαν για τους ετέρους δύο χρηματοοικονομικούς πυλώνες, τον Τραπεζικό και τον Κλάδο των Επενδύσεων. Το κενό αυτό διευκόλυνε τη διάδοση των επενδυτικών ασφαλίσεων ζωής σε βάρος των εγγυημένων αποταμιευτικών προγραμμάτων. Περαιτέρω, μάλιστα,  όταν, λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσης, υποχώρησε η αγορά επενδυτικών τίτλων, πολλές τράπεζες, εκμεταλλευόμενες  το κενό, επέλεξαν την προώθηση των ομολόγων τους μέσα από (συγγενικές) ασφαλιστικές εταιρίες.

Η σχετική νομοθεσία, πάντως εισήχθη με την Οδηγία 2016/97 για την Ασφαλιστική Διανομή (IDD), η οποία ενσωματώθηκε στη χώρα μας με το ν. 4583/2018. Ο νόμος αυτός ευθυγραμμίζει την προστασία του λήπτη της επενδυτικής ασφάλισης με την αντίστοιχη  νομοθεσία για την προστασία των επενδυτών.  Στη σχετική αυτή νομοθεσία θα πρέπει να προσθέσει κανείς και τον Κανονισμό 1286/2014, ο οποίος προβλέπει την υποχρέωση και για την ασφαλιστική εταιρία να συντάσσει ένα τρισέλιδο που θα ακολουθεί συγκεκριμένες προδιαγραφές σαφήνειας και κατανόησης και θα παρέχει στον εν δυνάμει πελάτη ακριβή, σαφή και μη παραπλανητική πληροφόρηση για την ασφάλιση για τις βασισμένες σε ασφάλιση επενδύσεις

Ο ν. 4583/2018 δίνει καταρχήν  ιδιαίτερη σημασία στην πρόληψη, την αποφυγή αλλά και την αποκάλυψη της σύγκρουσης συμφερόντων (άρθρο 37). Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι διαμεσολαβητές είναι υποχρεωμένες, ενόψει της συμβουλής που παρέχουν, να προβαίνουν σε αξιολόγηση της καταλληλότητας και συμβατότητας του επενδυτικού προϊόντος για τον πελάτη,  να του παράσχου νπληροφορίες που θα του επιτρέψουν να αποφασίσει, σε πλήρη γνώση όλων των κρίσιμων στοιχείων για την αγορά ή μη της βασισμένης σε επενδύσεις ασφάλισης (άρθρο 40). Η ενημέρωση που προβλέπεται περιλαμβάνει καταρχήν  γενικές πληροφορίες σε σχέση με τους εμπλεκόμενους στη σύναψη ή τη διαμεσολάβηση της σύμβασης, και, ασφαλώς,  όλες τις γενικές και ειδικές πληροφορίες  σχετικά με τους κινδύνους των προϊόντων που προτείνονται στους καταναλωτές, το κόστος των ίδιων και των παρεχόμενων υπηρεσιών  (άρθρο 39).

Το γεγονός, ωστόσο, ότι η ειδική νομοθεσία για την προστασία των πελατών που προβαίνουν σε επενδύσεις μέσω ασφάλισης  θεσπίστηκε, κατά τρόπο συστηματικό,  το έτος 2018 δεν σημαίνει ότι αντίστοιχοι κανόνες προστασίας δεν ίσχυαν πριν από αυτή. Το θέμα απασχολεί και θα μας απασχολήσει, ασφαλώς, και τα επόμενα χρόνια, με αφορμή τις ζημιές που είχαν υποστεί ή θα υποστούν καταναλωτές από βασισμένες σε ασφάλιση επενδύσεις που αγόρασαν πριν το 2018.

Ο υποχρεώσεις διαφώτισης, συμβουλευτικής καθοδήγησης του επενδυτή έχουν θεμελιωθεί νομολογιακά στις αρχές της καλής πίστης, και ειδικότερα στην αρχή πρόνοιας και ασφάλειας των συναλλασσομένων, περαιτέρω και στο άρθρο 8 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών. Η θεμελίωση αυτή καταλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τις σημαντικές  υποχρεώσεις, ήτοι αυτές ως προς την πληροφόρηση για τα ειδικότερα χαρακτηριστικά και κινδύνους του προϊόντος και  τη διεξαγωγή του ελέγχου καταλληλότητας. Αντίστοιχες, όμως,  υποχρεώσεις προκύπτουν και από τη νομοθεσία για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση που ίσχυε (ΠΔ 190/2006), η οποία ρητά ορίζει (άρθρο 11 παρ. 3)  την υποχρέωση του διαμεσολαβητή να διερευνήσει τις ανάγκες και απαιτήσεις του λήπτη της ασφάλισης, ώστε να του παράσχει εμπεριστατωμένη και κατάλληλη συμβουλή. Περαιτέρω,  οι εν λόγω υποχρεώσεις προκύπτουν και ως περιεχόμενο της σύμβασης παροχής συμβουλών στην οποία αναπόφευκτα στηρίζεται κάθε διαμεσολάβηση επενδυτικού ιδίως προϊόντος.

Επομένως, τόσο η ασφαλιστική επιχείρηση όσο και ο ίδιος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής  είχαν, και πριν το 2018,  τις ίδιες κατά βάση υποχρεώσεις που προβλέπονται στη νομοθεσία για την προστασία των επενδυτών. Θα ήταν, άλλωστε, παράδοξο να υποστήριζε κανείς  ότι ο πελάτης όταν αγοράζει επενδύσεις μέσω ασφάλισης δεν έχει ανάγκη την προστασία που  του παρέχεται στις ίδιες συναλλαγές όταν τις πραγματοποιεί στους άλλους κλάδους. Αντιθέτως, στην ασφάλιση ζωής,  γίνεται ακόμη πιο επιτακτική η τήρηση καθηκόντων πληροφόρησης, διαφωτίσεως, συμβουλευτικής καθοδηγήσεως  και προειδοποίησης για κινδύνους, καθώς ο πελάτης είναι ακόμη λιγότερο υποψιασμένος για τους κινδύνους από ότι σε μία ευθεία επένδυση.  Ο καταναλωτής δεν μπορεί να έχει μειωμένες προσδοκίες ασφάλειας όταν του πωλούνται επενδυτικά προϊόντα μέσω ασφάλισης.