Η (παραδοσιακή) ασφάλιση ζωής είναι η πλέον σημαντική υπηρεσία προς τους καταναλωτές.
Με αυτή η ασφαλιστική εταιρία εγγυάται μία ελάχιστη επιτοκιακή απόδοση των αποταμιεύσεων που δημιουργούνται μέσα από τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα, η οποία, μάλιστα, μπορεί να προσαυξηθεί από την προβλεπόμενη συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στο προϊόν υπεραπόδοσης. Ο ασφαλισμένος μπορεί έτσι να αποβλέπει στην λήξη της ασφάλισης σε ένα ορισμένο κεφάλαιο για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών, το οποίο μπορεί να λάβει είτε εφ ‘απαξ ή είτε ως μία συνταξιοδοτική παροχή.
Ωστόσο, είτε, εξαιτίας μίας πρόωρης εξαγοράς είτε και στη λήξη του συμβολαίου, οι ασφαλισμένοι διαπιστώνουν ή ανακαλύπτουν ότι τελικά η παροχή τους είναι μικρότερη σε σχέση με την προσδοκία που τους καλλιεργήθηκε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης. Η εταιρία, κάνοντας χρήσης μίας ευρείας διακριτικής ευχέρειας, σπάνια αναγνωρίζει μία αξιόλογη συμμετοχή στο προϊόν υπεραπόδοσης. Οι πίνακες που συνοδεύουν τις εν λόγω ασφαλίσεις αποδεικνύονται, ήδη με βάση τα ιστορικά στοιχεία, εκτός της πραγματικότητας που ακολουθεί. Εξάλλου, και οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι διαπιστώνουν, εντέλει, ότι το ύψος της παροχής είναι τελικά χαμηλότερο από αυτό που θα έπρεπε να προκύπτει αν είχε αποταμιευθεί το σύνολο των ασφαλίστρων.
Το πρόβλημα δημιουργείται καταρχήν γιατί οι ασφαλίσεις ζωής έχουν ένα κόστος, το οποίο οι εταιρίες δεν απορροφούν από την εκμετάλλευση του κεφαλαίου, αλλά το επιβάλλουν στον ασφαλισμένο δίχως να τον ενημερώνουν με διαφάνεια για την ύπαρξή του και το ύψος του. Έτσι, ένα σημαντικό μέρος των αρχικών ασφαλίστρων χρησιμοποιείται για τον προκαταβολικό συμψηφισμό των εξόδων πρόσκτησης της ασφάλισης (αμοιβές ή έξοδα διαμεσολαβούντων και ασφαλιστικής εταιρείας από τη σύναψη της ασφάλισης), τα οποία διαμορφώνονται εξαρχής με βάση τη συνολική διάρκεια της ασφάλισης, ανεξαρτήτως αν αυτή θα εξαντληθεί. Το κόστος αυτό συμψηφίζεται στα πρώιμα έτη της ασφάλισης, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η απόδοση του κεφαλαίου αλλά και να συρρικνώνεται η όποια αξία εξαγοράς. Συχνά η ασφάλιση επιβαρύνεται σε ετήσια βάση με (ποσοστιαία) διαχειριστικά ή λειτουργικά έξοδα, για τα οποία ομοίως δεν ενημερώνεται ο λήπτης της ασφάλισης.
Έτσι, οι ασφαλισμένοι δεν ενημερώνονται για κρίσιμα στοιχεία της ασφάλισης που επηρεάζουν και μειώνουν την παροχή σε σχέση με αυτή που προσδοκούν. Και αυτό, γιατί δίχως να έχουν οι ίδιοι ειδικές γνώσεις, προωθημένες μαθηματικές ικανότητες, και μάλιστα όντας ανυποψίαστοι, δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι από τις αποταμιεύσεις ή τις αποδόσεις που τους υπόσχονται έχουν αφαιρεθεί σημαντικά ποσά.
Η επιβολή των εν λόγω εξόδων στις ασφαλίσεις ζωής δεν μειώνει την αξία της ασφάλισης ζωής. Δεν παύει να προσφέρει, ιδίως μέσα από σταθερές καταβολές μικρών ποσών, μία σημαντική σε βάθος χρόνου αποταμίευση. Ωστόσο, ο ίδιος ο καταναλωτής θα πρέπει να γνωρίζει το μηχανισμό λειτουργίας της ασφάλισης αυτής, ώστε να ΄τη συγκρίνει με τις όποιες εναλλακτικές δυνατότητες αξιοποίησης των αποταμιεύσεών του έχει και να αποφασίσει υπεύθυνα αν θα την επιλέξει. Ακόμη, περισσότερο, ώστε να γνωρίζει ότι αν τελικά δεν είναι σε θέση να διατηρήσει την ασφάλιση για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα εντέλει θα βγει ζημιωμένος. Τέλος, η πληροφόρηση πρέπει να δίνεται γιατί όσο τα εν λόγω έξοδα παραμένουν στο σκοτάδι της αδιαφάνειας, αναπόφευκτα οι ασφαλιστικές εταιρίες δεν υφίστανται την πίεση του ανταγωνισμού και οι καταναλωτές αποστερούνται τα πλεονεκτήματα που θα είχαν από την ανάπτυξη του τελευταίου.
Η αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει τις ασφαλίσεις ζωής θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα όρων στους οποίους αντανακλώνται οι συνέπειες από την αφαίρεση/παρακράτηση ενός μέρους από το προς αποταμίευση κεφάλαιο. Ωστόσο, στη χώρα μας δεν έχουμε οδηγηθεί, προς το παρόν τουλάχιστον, σε μία νομολογία που να αντιμετωπίζει το πρόβλημα ήδη στο επίπεδο της ακυρότητας των όρων. Ο ασφαλισμένος, σε κάθε περίπτωση πάντως, έχει τις αξιώσεις αποζημίωσης, απέναντι στον διαμεσολαβητή και την ασφαλιστική εταιρία, εφόσον η εν λόγω παραπληροφόρηση πράγματι τον οδήγησε σε ζημιογόνο επιλογή.
Περαιτέρω, όμως, η παραπάνω αδιαφάνεια, όχι τόσο σπάνια, γίνεται αιτία για την ενθάρρυνση άλλων αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Οι καταναλωτές που δεν γνωρίζουν την ύπαρξη και συμψηφισμό των εν λόγω εξόδων με τα αρχικά ασφάλιστρα, είναι περισσότερο ευάλωτοι σε προτάσεις «μεταφοράς» των ασφαλίσεων, οι οποίες στην πραγματικότητα οδηγούν σε μία νέα ασφάλιση, στην επανακαταβάλλονται για δεύτερη φορά τα εν λόγω έξοδα. Στις περιπτώσεις αυτές υφίστανται και θεμελιώνονται στο ακέραιο οι αξιώσεις για αποκατάσταση της ζημίας τόσο απέναντι στον ασφαλιστή που διαμεσολάβησε όσο και στην ασφαλιστική εταιρία.