Σύμφωνα με το ά. 1 παρ. 2 του ν. 2496/1997 «η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, εάν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο, τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, το ασφάλιστρο και το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό».
Σύμφωνα περαιτέρω με το άρθρο 2 παρ. 3 του παραπάνω νόμου «Το ασφαλιστήριο και το έγγραφο προσωρινής κάλυψης πρέπει να περιέχουν τουλάχιστον τα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης και τον τόπο και χρόνο έκδοσής της…».
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το είδος του ασφαλιστικού κινδύνου και οι τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης πρέπει να περιέχονται υποχρεωτικά, με ποινή ακυρότητας διαφορετικά των εξαιρέσεων, στο ασφαλιστήριο (έτσι από τις υποθέσεις μας ενδ. ΜΠΑ 616/2018). Τυχόν αναγραφή περιορισμών, εξαιρέσεων κ.λ.π. σε επισυναπτόμενους γενικούς όρους, ακόμα και κατά παραπομπή από το κείμενο του ασφαλιστηρίου, δεν πληροί, κατά τη γνώμη μας, τη ρητή νομοθετική επιταγή για αναγραφή τους στο Ασφαλιστήριο.
Ότι οι εξαιρέσεις εντάσσονται στην ασφαλιστική σύμβαση μόνο μέσω του ασφαλιστηρίου γίνεται ομοφώνως δεκτή (Α. Σινανιώτη-Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2014, σ. 88, Ι. Ρόκας, Ασφαλιστικός Κώδικας, 3η έκδ. 2012, σελ. 52, υποσημ. 52, Κ. Σκουλούδης, Το Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, 3η έκδ., 1999, σ. 131, Δ. Σπυράκος, Η ένταξη των εξαιρέσεων κάλυψης στην ασφαλιστική σύμβαση και ο έλεγχος του κύρους τους ΧΙΔ 2015, σ. 173 επ.). Διαφωνία διατυπώνεται μόνο ως προς το ζήτημα αν θα πρέπει οι εξαιρέσεις να περιγράφονται πλήρως στο ασφαλιστήριο (έτσι Α. Σινανιώτη-Μαρούδη, όπ.π., Κ. Σκουλούδης, όπ.π., Δ. Σπυράκος όπ.π.) ή αρκεί να αναφέρεται στο ασφαλιστήριο η ύπαρξη των εξαιρέσεων και να γίνεται σε αυτό παραπομπή στους όρους (έτσι Ι. Ρόκας, όπ.π.).
Ο νόμος, με την παραπάνω πρόβλεψη, θέλει να διασφαλίσει την ορθή πληροφόρηση και γνώση του λήπτη της ασφάλισης. Να τον προστατεύσει από παραπλανητικές πρακτικές που δημιουργούν εντυπώσεις για το εύρος της ασφαλιστικής κάλυψης, οι οποίες όμως ανατρέπονται και διαψεύδονται μέσω των «ψιλών γραμμάτων». Τούτο δε ενόψει και του γεγονότος ότι ο λήπτης της ασφάλισης συχνά (στην πράξη κατά κανόνα) δεν λαμβάνει τα έντυπα των γενικών όρων πριν την υποβολή της αίτησης, υποβάλει δε την αίτηση ασφάλισης, αιτούμενος ασφαλιστικές παροχές, με τον κωδικό που του υποδεικνύουν, ενώ η σύναψη της ασφάλισης δεν προϋποθέτει την υπογραφή ή έγγραφη αποδοχή και από τον ίδιο της ασφαλιστικής σύμβασης. Έτσι, η μη τήρηση των παραπάνω απαιτήσεων διαφάνειας έχει ως αποτέλεσμα να μην εντάσσονται στη σύμβαση οι περιορισμοί και οι εξαιρέσεις των ασφαλιστικών καλύψεων.
Μάλιστα, η αναγραφή των εξαιρέσεων ή περιορισμών κάλυψης δεν εξαντλεί και την ευθύνη του ασφαλιστή, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2496/97 η ασφαλιστική εταιρεία θα πρέπει να ενημερώσει τον λήπτη της ασφάλισης διακεκριμένα ή στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου ότι ο λήπτης έχει εξαιτίας των παρεκκλίσεων ή των εξαιρέσεων δικαίωμα εναντίωσης.
Σε κάθε δε περίπτωση όροι της σύμβασης που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με εξαιρέσεις που υποσκάπτουν ή υπονομεύουν το σκοπό της ασφαλιστικής σύμβασης ελέγχονται ως καταχρηστικοί με βάση το άρθρο 2 του ν. 2251/1994. Ασάφειες δε στη διατύπωση των όρων θα πρέπει να οδηγούν, με βάση την ερμηνευτική αρχή in dubio contra stipulatoren (άρθρο 2 παρ. 4 ν. 2251/1994) σε συστολή του πεδίου εξαίρεσης.
Τέλος, ο ν. 2496/1997 δεν θέτει μόνο διαδικαστικούς περιορισμούς για την ένταξη των εξαιρέσεων στη σύμβαση αλλά και ουσιαστικούς. Η παρ. 3 του άρθρου 13 του νόμου αυτού επιτρέπει, στις ασφαλίσεις ζημιών, τη συμβατική διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης που εμπεριέχονται στις δύο πρώτες παραγράφους μόνον «εφόσον αυτή υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή» (Δ. Σπυράκος όπ.π., 174 επ.). Η διάταξη αυτή έχει λοιπόν την ιδιαίτερη αξία της καθώς καθιστά σαφές ότι ο ασφαλιστής δεν έχει ανεξέλεγκτη διακριτική ευχέρεια στη εισαγωγή εξαιρέσεων κάλυψης. Δεν επιτρέπεται κάθε εξαίρεση κάλυψης αλλά μόνο εκείνη που δικαιολογείται από τις τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή. Ο εν λόγω περιορισμός δεν έχει βρει στη νομολογία την ανάλογη προσοχή.