Oι στόχοι των εντολέων μας
είναι οι προκλήσεις μας

Η εμπειρία από την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας του ν. 4224/2013 – Ενδεδειγμένη η συμμετοχή του δανειολήπτη παρά τα περιορισμένα αποτελέσματα

Με τον  Ν. 4224/2013 προβλέφθηκε  η εισαγωγή, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,   ενός Κώδικα Δεοντολογίας για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επρόκειτο για μία σημαντική πρωτοβουλία καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος θα πρωτοστατούσε πλέον στην ανάπτυξη θεσμών και διαδικασιών στο πλαίσιο των πιστωτικών ιδρυμάτων  προκειμένου να επιδιωχθεί η εξώδικη και ρεαλιστική διευθέτηση των χρεών των καταναλωτών και των επιχειρήσεων.

Ο Κώδικας Δεοντολογίας θεσπίστηκε τελικά  τον Αύγουστο του 2014 (με την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος «Θέσπιση του Κώδικα Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013», ΦΕΚ Β  2289/27.8.2014),και τέθηκε σε εφαρμογή τον επόμενο χρόνο. Ακολούθησαν, έκτοτε,  πολλές τροποποιήσεις του, ενώ η εφαρμογή του επεκτάθηκε και για τις εταιρίες απόκτησης των απαιτήσεων των τραπεζών. Οι διαδικασίες του μπορούν να ενεργοποιηθούν και με αίτηση του οφειλέτη.

Ο Κώδικας θεσπίζει γενικές αρχές συ­μπεριφοράς και βέλτιστες πρακτικές ρύθμισης των κόκκινων δανείων, διακηρύσσοντας ως στόχο την ενίσχυση του ενός κλίματος εμπιστοσύνης και την  αμοιβαία δέσμευση για την ανταλ­λαγή μεταξύ δανειοληπτών και ιδρυμάτων της αναγκαίας πληροφόρησης, προκειμένου να αναζητηθεί βιώσιμες λύσεις ρύθμισης και διακανονισμών των δανείων σε καθυστέρηση. 

Τα πιστωτικά ιδρύματα (και οι εταιρίες που αποκτούν τις απαιτήσεις τους) καλούνται, με τον Κώδικα,  να σχεδιάσουν τύπους ρύθμισης, «οι οποίοι (να) προτείνονται στους συνεργάσιμους και βιώσιμους δανειολήπτες υπό τον όρο ότι είναι μακροπρόθεσμα αποτελεσματικές και βιώσιμες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις αιτίες που οδήγησαν στην εμφάνιση των οικονομικών δυσκολιών». Ο Κώδικας περιλαμβάνει, μάλιστα,  σε παράρτημα ένα κατάλογο ενδεικτικών πιθανών τύπων ρύθμισης και  διευθέτησης των οφειλών, οι οποίες  εκκινούν από την παροχή διευκολύνσεων και φθάνουν ως  τη διαγραφή (μέρους) του χρέους, ενθαρρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο δραστικές λύσεις για τη ρύθμιση των χρεών. Μάλιστα, προϋπόθεση  για την  καταγγελία της δανειακής σύμβασης ήταν αρχικά να έχει προηγουμένως επιδιωχθεί και να μην έχει ευδοκιμήσει μία ρύθμιση του χρέους με βάση τις αρχές του.

Η έκδοση του Κώδικα Δεοντολογίας δημιούργησε προσδοκίες για μία ουσιαστικότερη  αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων. Ωστόσο, γεγονός είναι ότι τα χρόνια που ακολούθησαν  δυστυχώς δεν επιβεβαίωσαν την αισιοδοξία και τις διακηρύξεις που συνόδευσαν την εισαγωγή του. Οι διαδικασίες του αποδείχθηκαν προβληματικές και άνισες για τους δανειολήπτες. Παρά τις προσπάθειες που αυτοί καταβάλλουν για να ανταποκριθούν στην παροχή των στοιχείων και των πληροφοριών που προβλέπονται στα έντυπα,  οι προτάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων  παραμένουν συνήθως τυπικές, δίχως να λαμβάνουν  υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης. Δεν προβλέπεται, άλλωστε, η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για αιτιολόγηση των προτάσεών τους.

Από την άλλη η Τράπεζα της Ελλάδος δεν επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών που προκύπτουν μεταξύ δανειστών και οφειλετών από την εφαρμογή του Κώδικα. Εποπτεύει την τυπική και όχι ουσιαστική λειτουργία του Κώδικα.  Στη νομολογία, αν και υπάρχουν αποφάσεις που θεωρούν καταχρηστική την καταγγελία αν δεν προηγηθεί η διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας για ρύθμιση της οφειλής, στο πλαίσιο των αρχών του, εντούτοις μάλλον επικρατεί η προσέγγιση εκείνη που   εστιάζει περισσότερο στο διοικητικό χαρακτήρα των διατάξεων, δίχως να δέχεται απαραίτητα για την παράβαση συνέπειες ιδιωτικού δικαίου.

Η παραπάνω κριτική διατυπώνεται κυρίως σε σχέση με τις προσδοκίες που υπήρχαν από την εφαρμογή του. Πέραν τούτου όμως δεν είναι και λίγες πράγματι οι περιπτώσεις που τα μέρη κατέληξαν σε μία ρύθμιση της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Ο Κώδικας Δεοντολογίας δεν παύει λοιπόν να αποτελεί ένα διαθέσιμο μέσον επιδίωξης μίας συναινετικής ρύθμισης της οφειλής που δεν πρέπει να αγνοείται.

Οι δανειολήπτες θα πρέπει να ανταποκρίνονται στην  πρόσκληση που  απευθύνει η τράπεζα ή η διάδοχός της για έναρξη της διαδικασίας του Κώδικα  με τη συμπλήρωση του σχετικού εντύπου (Τ.Ο.Κ.). Η  μη ανταπόκριση του οφειλέτη μπορεί να οδηγήσει στο χαρακτηρισμό του ως μη συνεργάσιμου δανειολήπτη, γεγονός που μπορεί να επιβαρύνει τις μελλοντικές προσπάθειες ρύθμισης του οφειλέτη, την αξιοποίηση άλλων διαδικασιών ρύθμισης των χρεών  αλλά και την επιδίωξη δικαστικής του προστασίας.  

Αντίθετα,  η ουσιαστική και καλόπιστη συμμετοχή του οφειλέτη στις διαδικασίες μπορεί να βελτιώνει τη θέση του. Ο οφειλέτης που ανταποκρίνεται στην πρόσκληση της τράπεζας, χορηγώντας όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, δικαιολογημένα προσδοκά ότι αυτή ενδιαφέρεται πράγματι για μία ουσιαστική λύση στο πρόβλημά του. Ως εκ τούτου η μη υποβολή αντίστοιχης βιώσιμης πρότασης, εφόσον δικαιολογείται από τις  ειδικότερες συνθήκες, τα ιστορικά στοιχεία  και τις αιτίες που οδήγησαν στις δυσχέρειες αποπληρωμής τον οφειλέτη, απογοητεύει τις δικαιολογημένες προσδοκίες του τελευταίου, με αποτέλεσμα η εμμονή του πιστωτή, μετά τη διαδικασία αυτή,  στους υφιστάμενους όρους εξυπηρέτησης της οφειλής, να είναι αντίθετη στην απαιτούμενη για τις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα. Η δε καταγγελία της σύμβασης, στην περίπτωση αυτή, χωρίς να ακολουθήσει μία, με βάση τα δεδομένα του δανειολήπτη, κατάλληλη και βιώσιμη πρόταση ρύθμισης, ελέγχεται και ως ενέχουσα κατάχρηση δικαιώματος. Γι’ αυτό και ο ΚΔ, εξειδικεύοντας τελικά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως μάλιστα επιβεβαιώνονται από την αρμόδια εποπτική αρχή, την ΤτΕ,  ενθαρρύνει και ενισχύει περαιτέρω την έννομη αξίωση του οφειλέτη για μία βιώσιμη ρύθμιση και διάπλαση της οφειλής.