Η τράπεζα που επίσπευδε την εκτέλεση επέδειξε μακροχρόνια, και δη επί πενταετία, αδράνεια στην ολική άσκηση των δικαιωμάτων της.
Η αδράνεια αυτή σε συνδυασμό με τη θετική και ενεργή στάση στη διευθέτηση της οφειλής, δημιούργησε εύλογα την πεποίθηση ότι η τράπεζα δεν πρόκειται να προβεί σε περαιτέρω πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης του εκτελεστού τίτλου. Σε κάθε περίπτωση, η μεταβολή της στάσης της τράπεζας και η εκ νέου παραπάνω επίσπευση ενώ οι ανακόπτουσες είχαν συμμορφωθεί πλήρως με τις υποδείξεις της για ρύθμιση της οφειλής, συνιστά συμπεριφορά η οποία συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες για τις ανακόπτουσες, καθόσον η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης στον παρόντα χρόνο θα τις προκαλέσει σημαντικότατη οικονομική ζημία, αφού θα στερηθούν την κατοικία τους.
Το δικαίωμα της τράπεζας να επισπεύσει σε βάρος των ανακοπτόντων αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους, ασκήθηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και η αρχή αναλογικότητας μέσου και σκοπού.