Oι στόχοι των εντολέων μας
είναι οι προκλήσεις μας

ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ 

ΔΑΝΕΙΑ - ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Αναπροσαρμογή επιτοκίου

Επιστροφή τόκων σε δανειολήπτες στεγαστικών δανείων με αδιαφανείς ρήτρες αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου

Καταχρηστικός ο όρος για τον προσδιορισμό του κυμαινόμενου επιτοκίου  δίχως επιτόκιο αναφοράς – Η αναπροσαρμογή γίνεται, στις περιπτώσεις αυτές,   με βάση τις μεταβολές στο παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ – Επανυπολογισμός της αποπληρωμής του δανείου και επιστροφή στους δανειολήπτες των αδικαιολογήτως καταβληθέντων

 

Πολλοί δανειολήπτες,  που έχουν συνάψει συμβάσεις στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, κυρίως μέχρι τις αρχές του 2003, δεν είχαν τα χρόνια που ακολούθησαν ανάλογες μειώσεις του επιτοκίου τους, παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τα διατραπεζικά επιτόκια είχαν καθοδική πορεία (τόσο κατά την παλαιότερη μείωση των επιτοκίων αυτών, όσο και αυτή που ακολούθησε από το 2009). Οι τράπεζες, εκμεταλλευόμενες τον αδιαφανή όρο της σύμβασης για τη διακύμανση του επιτοκίου, αρνήθηκαν να αποδώσουν σε αυτούς τους δανειολήπτες την ανάλογη  μείωση του επιτοκίου που δικαιούνταν. Το αποτέλεσμα ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασής τους οι δανειολήπτες να πληρώνουν σημαντικά υψηλότερους τόκους από αυτούς που θα έπρεπε να καταβάλλουν. Ορισμένες, εξάλλου, τράπεζες καταστρατήγησαν ομοίως την υποχρέωση αυτή σε μεταγενέστερα στεγαστικά δάνεια, καθώς, μολονότι αποδεχόντουσαν με τις συμβάσεις τους επιτόκια αναφοράς για τη διακύμανση του επιτοκίου, επιφύλασσαν για τον εαυτό τους τη δυνατότητα να μην τα ακολουθούν, όταν η πορεία τους ήταν καθοδική!

Οι δανειολήπτες, που  προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, δικαιώθηκαν και επέτυχαν την επιστροφή σημαντικών ποσών που είχαν καταβάλει ως πρόσθετους τόκους.  Πράγματι, η νομολογία, με πλήθος αποφάσεων, έκρινε καταχρηστικούς και παράνομους τους όρους στεγαστικών δανείων που επιτρέπουν στην τράπεζα να μην ακολουθεί συγκεκριμένα κριτήρια στη διακύμανση του επιτοκίου και να μην αποδίδει στον δανειολήπτη το όφελος από την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, δικαιώνοντας αντίστοιχες αξιώσεις των δανειοληπτών (ενδεικτικά από τις υποθέσεις μας, ΕφΑθ 2509/2014,  4628/2014,  5180/2014, 1 471/2013, 5101/2011, ΜονΕφΑθ 2509/2014, 2095/2016 και 4628/2014,  ΠΠΑ 1109/2016, 1581/2016, 1748/2016, 1004/2016, 1788/2016, 173/2016, 1227/2016, 1005/2016, 1594/2015, 458/2013, 2745/2013, 2747/2013, 4376/2012, 5996/2011, 5997/2011, 5998/2011, 1303/2011, 3826/2011, 5061/2010 και ΜΠΑ 10846/2020, 5021/2019, 5020/2019, 2895/2019, 688/2019, 1137/2019, 1992/2019, 688/2019, 1938/2019, 15652/2019, 9805/2019, 10248/2019, 4913/2019, 2895/2019, 8591/2019, 14739/2019, 12278/2018, 12279/2018, 9554/2018,  1021/2017, 1018/2017, 1140/2017, 3028/2017, 3739/2017, 2776/2016, 1732/2016, 1730/2016 δικάζοντος κατ’ έφεση).  Οι όροι αυτοί καταστρατηγούν την αρχή της διαφάνειας και είναι καταχρηστικοί σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 και 7 εδ. ια του ν. 2251/1994.

Με την αποδοχή της καταχρηστικότητας του όρου σχετικά με  τη διακύμανση του επιτοκίου,  δημιουργείται ένα κενό στη σύμβαση ως προς τη διακύμανση του επιτοκίου. Το κενό αυτό καλύπτουν τα δικαστήρια  με συμπληρωτική ερμηνεία. Δηλαδή, η  συμφωνία για κυμαινόμενο επιτόκιο εξακολουθεί να ισχύει και απομένει πλέον στον εφαρμοστή του δικαίου να συμπληρώσει τη σύμβαση με το εύλογο κριτήριο. Τέτοιο εύλογο κριτήριο, που αντανακλά σαφώς τις συνθήκες της χρηματαγοράς και εκφράζει κατά τον πλέον έγκυρο τρόπο τη βούληση των μερών να συνδέσουν τη διακύμανση του επιτοκίου της σύμβασης με τις εκάστοτε μεταβολές του κόστους του χρήματος στην αγορά, αποτελεί, σε όλες τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί,  το Επιτόκιο Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι καταβολές του δανειολήπτη επανυπολογίζονται, με το  επιτόκιο  της σύμβασης να ακολουθεί στις διακυμάνσεις του ισόποσα τις μεταβολές του  παρεμβατικού επιτόκιο της ΕΚΤ. Οι αποφάσεις δικαιώνουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον τρόπο τις αξιώσεις των δανειοληπτών για επιστροφή των τόκων που κατέβαλαν εξαιτίας της μη αποδοθείσας μείωσης του επιτοκίου.