Δόλια ή σε κάθε περίπτωση βαριά αμελής η σχετική αδράνεια της τράπεζας. Ενδεικτικά, από την αιτιολογία, με την οποία επικυρώθηκε η αποδοχή της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης:
«Αν και η πρωτοφειλέτιδα αδυνατούσε να καταβάλει τις δόσεις του άνω δανείου και η δανείστρια τράπεζα είχε καταγγείλει τη σύμβαση ήδη από το μήνα Νοέμβριο του έτους 1990, εντούτοις μέχρι τα μέσα του έτους 1994 δεν προέβη σε παραγγελία αναγκαστικής εκτέλεσης, προκειμένου με επισπεύδουσα την ίδια να πλειστηριαστούν αναγκαστικά τα πλοία αυτά, αν και είχε ήδη από το έτος 1991 κατάσχει αυτά αναγκαστικά, με αποτέλεσμα να παραμένουν ακινητοποιημένα στην άνω μαρίνα μετακινούμενα μόνο κατά διαστήματα και μέχρι το έτος 1993 εντός του λιμένος Πειραιώς. Ήταν λοιπόν προφανές ότι, ενώ η πρωτοφειλέτιδα ήδη από το έτος, 1991 δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσει το δάνειο και μολονότι η δανείστρια τράπεζα μπορούσε να ικανοποιηθεί από τον πλειστηριασμό των άνω πλοίων, δεν έκανε χρήση των δικαιωμάτων που είχε για την ικανοποίηση της απαίτησής της επισπεύδοντας τον πλειστηριασμό τους, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται το χρέος από το καθεστώς της υπερημερίας και να αυξάνεται.
Η αδράνεια δε της δανείστριας στην είσπραξη των απαιτήσεών της ήταν δόλια, καθόσον απέβλεπε στη διόγκωση του χρέους με τη διατήρηση του καθεστώτος ανατοκισμού, σε κάθε δε περίπτωση, οφείλεται σε βαριά αμέλεια αυτής. Η αδράνεια αυτή της δανείστριας είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν για περίπου τέσσερα χρόνια τα άνω πλοία ουσιαστικά εκτός λειτουργίας, να χάσουν το μεγαλύτερο μέρος της αξίας τους και να αποδώσουν κατά τον πλειστηριασμό τους το Μάιο του έτους 1995, όπου και η ίδια υπερθεμάτισε, γνωρίζοντας την πραγματική τους αξία, μόνο το ποσό των 60.002.000 δρχ...
Σε κάθε περίπτωση δε αν δεν αδρανούσε η άνω αξίωσή της θα είχε ικανοποιηθεί πλήρως ακόμη και με το εκπλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε όταν τελικά πραγματοποιήθηκε ο πλειστηριασμός αφού κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα η οφειλή δεν υπερέβαινε το ποσό αυτό που τελικά έλαβε».