Οι τράπεζες χρεώνουν τους δανειολήπτες ή πιστούχους με διάφορα έξοδα που, συνήθως, τα χαρακτηρίζουν «έξοδα δανείου» «έξοδα προέγκρισης δανείου», «έξοδα εξέτασης αιτήματος δανείου», «(ετήσια) έξοδα διαχείρισης δανείου», «έξοδα παρακολούθησης» κλπ.
Πρόκειται για χρεώσεις που έχουν κριθεί επανειλημμένα - το πρώτον σε αποφάσεις που αφορούσαν υποθέσεις που χειρίστηκαν οι δικηγόροι μας - καταχρηστικές λόγω της αδιαφάνειάς τους αλλά ως αντίθετες σε κανονιστικές πράξεις (ιδίως ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) της Τράπεζας της Ελλάδος (βλ. ενδ. ΑΠ 1219/2001, ΠΠΑ 1119/2002, ΔΕΕ 2003, 425 επ., ΕφΑθ 5253/2003, ΠΠΑ 142/2006, ΔΕΕ 2006, 516 επ., ΜΠΑ 4593/2005, ΔΕΕ 517 επ., ΠΠΑ 580/2007).
Ειδικότερα, όπως γίνεται δεκτό, η αρχή της διαφάνειας επιτάσσει να μην αξιώνει ο προμηθευτής με γενικούς όρους συναλλαγών πρόσθετες δαπάνες για παροχές στις οποίες έτσι κι αλλιώς είναι υποχρεωμένος. Εφόσον ο προμηθευτής (η τράπεζα) είναι ελεύθερος να συμφωνήσει με τον καταναλωτή την αμοιβή του (το επιτόκιο της πίστωσης), δεν δικαιολογείται για μία παροχή που καλύπτεται από την αμοιβή αυτή που εντέλει ο ίδιος καθόρισε, να απαιτεί με διάφορες ρήτρες επιπρόσθετες αμοιβές. Ούτε μπορεί να επιτραπεί, υπό το πρίσμα της αρχής της διαφάνειας η μετακύλιση λειτουργικών εξόδων με πρόσθετη, ξεχωριστή χρέωση στον πελάτη. Τα λειτουργικά έξοδα στην παροχή μίας υπηρεσίας (η επικοινωνία με τον πελάτη, η σύναψη της συμφωνίας, η τήρηση του φακέλου, η παρακολούθηση του δανείου ή λογαριασμού κ.ά), εμπεριέχονται στην αμοιβή που καταβάλλει ο πελάτης για την παροχή της υπηρεσίας, ήτοι εν προκειμένω στους τόκους. Τέτοιου, λοιπόν, είδους χρεώσεις οδηγούν ουσιαστικά σε πρόσθετες χρεώσεις της ίδιας υπηρεσίας, καθώς στην βασική τιμή (το επιτόκιο) με την οποία χρεώνει η τράπεζα την κάθε υπηρεσία, έχει συνυπολογίσει το λειτουργικό κόστος για τη σύναψη και εξυπηρέτηση της πίστωσης. Αναφέρουμε από τις πρόσφατες αποφάσεις την υπ’ αριθ. 368/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία ομοίως κρίθηκε ότι η είσπραξη ποσού με την αιτιολογία «έξοδα φακέλου ή ημερολογιακή χρέωση εξόδων», δεν αντιστοιχούσε σε πραγματικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το πιστωτικό ίδρυμα, αλλά στην πραγματικότητα είσπραξη παράνομης προμήθειας, αντίθετης στην ΠΔ/ΤΕ 2501/2001. Οι εν λόγω χρεώσεις συναντώνται συχνά ιδίως σε ανοικτούς λογαριασμούς πίστωσης (καταναλωτικούς ή επαγγελματικούς). Είναι σαφές, με βάση τα παραπάνω, ότι θα πρέπει να απαλειφθούν στις σχετικές κινήσεις, με όλες τις προσαυξήσεις, λόγω εκτοκισμού ή και ανατοκισμού, ώστε, σε κάθε περίπτωση, να μετριασθεί το υπόλοιπο οφειλής.