Oι στόχοι των εντολέων μας
είναι οι προκλήσεις μας

Καταχρηστικές ρήτρες για την αναπροσαρμογή του επιτοκίου και επιστροφή των αδικαιολογήτως καταβληθέντων τόκων - Εδραίωση της νομολογίας και στις υποθέσεις των δανείων «ΣΤΕΓΗ 35»

Όπως είναι γνωστό, οι όροι που προβλέπουν τη δυνατότητα των τραπεζών να αναπροσαρμόζουν το επιτόκιο του κυμαινόμενου επιτοκίου, χωρίς να ακολουθούν συγκεκριμένους επιτοκιακούς δείκτες, κρίνονται σταθερά τις δύο τελευταίες δεκαετίες ως καταχρηστικοί. Η δε αποδοχή της καταχρηστικότητας των όρων περί αναπροσαρμογής  οδηγεί στην ερμηνευτική συμπλήρωση των συμβάσεων  ώστε το κυμαινόμενο επιτόκιο να διαμορφώνεται, παρακολουθώντας τις ισόποσες ανοδικές ή καθοδικές μεταβολές του  παρεμβατικού επιτόκιο της ΕΚΤ (ή και του Euribor).

Έτσι, μεγάλο είναι το πλήθος των αποφάσεων που δικαιώνουν δανειολήπτες, κυρίως όσους είχαν λάβει στεγαστικά δάνεια μέχρι τα μέσα του 2003,  επιστρέφοντας σε αυτούς, μεγάλα ποσά εξαιτίας των αδικαιολόγητα υψηλότερων τοκοχρεολυτικών δόσεων που εφαρμόστηκαν (βλ. στο παρόντα ιστότοπο: τομείς/τραπεζικό δίκαιο/χρηματοδότηση/ αναπροσαρμογή  επιτοκίου).

Πλέον το ίδιο αναγνωρίζεται και για μία κατηγορία στεγαστικών ή επαγγελματικών δανείων που χορηγήθηκαν και τα επόμενα έτη και εμπεριείχαν μία ρήτρα που αχρήστευε τη δέσμευση στο επιτόκιο αναφοράς (το παρεμβατικό της ΕΚΤ) όταν αυτό λειτουργούσε σε όφελος του οφειλέτη. Πρόκειται κυρίως για δάνεια που χορηγήθηκαν από την ΑΤΕ, τα λεγόμενα «ΣΤΕΓΗ 35» ή «PROFITS δάνεια», από το 2006 και μετά, ενώ αντίστοιχος όρος συναντάται, πάντως,  και σε άλλες πιστωτικές συμβάσεις. Με τον εν λόγω όρο η τράπεζα μνημονεύει το Επιτόκιο των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως επιτόκιο αναφοράς, ωστόσο, επιφυλάσσει στον εαυτό της τη διακριτική ευχέρεια για το αν θα το ακολουθήσει. Έτσι, η τράπεζα, όταν το επιτόκιο αναφοράς ακολουθούσε ανοδική πορεία προέβαινε σε αντίστοιχες αυξήσεις, όταν αυτό ακολουθούσε καθοδική πορεία, δεν προέβαινε σε μειώσεις.

Οι δικαστικές αποφάσεις δικαιώνουν ήδη τους δανειολήπτες που στερήθηκαν την παραπάνω μείωση του επιτοκίου τους (έτσι, από τις υποθέσεις μας,  η με αριθμό 1042/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι με αριθμό 7966/2020, 9209/2020, 9213/2020, 1478/2019, 1435/2019, 11738/2019 και 10585/2018 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η με αριθμό 5453/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  οι αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών με αριθμό 1022/2020, 2784/2019, 2297/2019, 2293/2019, 1278/2018, 373/2018, 2863/2018, 3055/2018, 3558/2017, 6773/2017, 3353/2017, 3060/2017, 2357/2017, 2911/2017, 4167/2017, 4487/2017,  637/2017, 5460/2015, 2408/2015 και 5030/2014), κρίνοντας και αυτόν τον όρο καταχρηστικό και υποχρεώνοντας την τράπεζα να επιστρέψει ιδιαίτερα υψηλά χρηματικά ποσά λόγω του μεγάλου χάσματος που έχει δημιουργηθεί από το 2009 και μετά ανάμεσα στο ορθό επιτόκιο και σε εκείνο που τελικά εφαρμόζει η τράπεζα.

Ο όρος, με τη διακριτική ευχέρεια,  καταργεί ουσιαστικά το εύλογο κριτήριο αναπροσαρμογής του επιτοκίου όταν αυτό λειτουργεί σε όφελος του δανειολήπτη, οδηγεί σε αδιαφάνεια στη διαμόρφωση του επιτοκίου και διαταράσσει σημαντικά την ισορροπία υποχρεώσεων και δικαιωμάτων σε βάρος του καταναλωτή. Για να υπάρχει δίκαιη κατανομή του κινδύνου απέναντι στον δανειολήπτη  θα πρέπει η διακύμανση να λειτουργεί και  προς τις δύο κατευθύνσεις. Ο δανειολήπτης αποδέχεται το κυμαινόμενο επιτόκιο, με τον κίνδυνο αύξησης αυτού σε περίπτωση ανοδικής πορείας του επιτοκίου αναφοράς, αποβλέποντας ασφαλώς και στο αντίστοιχο όφελος που θα έχει σε περίπτωση μείωσης του επιτοκίου αναφοράς. Την δικαιολογημένη αυτή προσδοκία του δανειολήπτη ανατρέπει και απογοητεύει ο παραπάνω όρος.

Σε επίρρωση, πλέον, των παραπάνω έρχεται και η πρόσφατη με αριθμό 354/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία είχε κρίνει ότι δεν είναι καταχρηστικός όρος ίδιου σχεδόν περιεχομένου με τον παραπάνω, με την επίκληση όμως κριτηρίων που δεν εμπεριέχονται στο περιεχόμενο του όρου, δίχως εξετάζεται, άλλωστε, αν η συμπερίληψή τους θα μπορούσε να άρει την καταχρηστικότητα.